- πηγματίτης
- ο, Ν(πετρογρ.)σχεδόν κάθε ολοκρυσταλλικό, εκρηξιγενές ή μεταμορφωμένο πέτρωμα με χαρακτηριστικές ακραίες διακυμάνσεις στον ιστό του, ιδιαίτερα στο μέγεθος τών κόκκων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pegmatite (< πήγμα, -ατος + κατάλ. -ite). Ο τ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.